Καλά, γενικά με τους τίτλους, όχι να το παινευτώ επειδή είμαι μπροστά, αλλά είμαι Άποψη. Απ' όσους έχω διαβάσει στη ζωή μου, μόνο εγώ ξέρω να τιτλοδοτώ σωστά τα δημιουργήματά μου. Γράφει ο άλλος ο βραβευμένος 4 τόμους κοινωνιολογικής μπουρδολογίας μέσα από το πρίσμα της ρωσικής αριστοκρατίας και το ονομάζει "Αρντάν, Βότκα και δυο 'Γάρα".....ε...εννοώ "Πόλεμος και Ειρήνη", το οποίο απέσπασε το Ανώτατο Βραβείο Καταπολέμισης Παθολογικής Αϋπνίας" (insomnia), από τουλάχιστον 10 πανεπιστήμια Νευρολογίας.
Μετά έχεις το ΠΙΟ gloryfied Άρλεκιν στην ιστορία του Κόσμου, όπου κάπου παρεμβάλλεται (βολικά) και ο Αμερικανικός Εμφύλιος, ώστε να σκοτωθούν (εξίσου βολικά) βασικοί χαρακτήρες του έργου, ώστε η Κάντυ-Κάντυ, η ονειροπαρμένη πριγκίπισσα του Νότου να έχει κάτι να κλαίει σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας και ο ΜΑΛΑΚΑΣ το ονόμασε "Όσα Παίρνει ο Άνεμος" (Gone with the Wind).....τι λες ρε μαλάκα ασύνδετε;
Και τώρα που είπα για διάβασμα, σας συνιστώ να ΜΗΝ διαβάσετε το
"ο Ξένος" του Αλμπέρ Καμύ γιατί είναι μια τεράστια μαλακία. Το χαζοδιήγημα αυτό βραβεύτηκε και με Νόμπελ, το οποίο βέβαια, δεν μας λένε τι Νόμπελ είναι, αλλά σίγουρα η επιτροπή που το εξέτασε απαρτίζονταν από δεκαπεντάχρονους χρήστες βενζινόκολλας που στις μεγάλες χαρμάνες τη στήνανε έξω από τα πρατήρια, σνιφάροντας τη βενζίνη που εξατμίζονταν από τα παπάκια που πήγαιναν να γεμίσουν.
Τη μαλακία αυτή μου τη συνέστησε ένα άτομο που εκτιμώ για το γούστο του και μου δώθηκε από ένα άλλο άτομο που επίσης εκτιμώ το γούστο του, γεγονός που κανονικά θα έπρεπε να συντελέσει στο να διαβάσω κάτι που θα μου άρεσε.....αμ δε....
Το σκατούργημα αυτό είναι ένας από τους λόγους που οδηγούν τη νέα γενιά μακριά από τα βιβλία, αναγκάζοντάς την να ασχολείται με τσαμπα Πόκερ και Τέτρις με καραμέλες. Όσοι, εν τέλει το αποκτήσουν, συνιστώ να το κάνουν πατάκι για το ποντίκι του υπολογιστή τους για να παίζουν πασιέτζα όταν κόβεται το ίντερνετ. Οι μεν σελίδες του αποτελούν πολύ καλό προσάναμμα, ενώ δε, το εξώφυλλο μπορείτε να το χαρίσετε σε κανέναν μαλάκα απ'αυτούς που γελάνε πολύ, για να πάθει αμέσως καταθλιπτική ηπατίτηδα.
Εν ολίγοις: πριν αποπειραθείτε να το διαβάσετε, κάνετε προπόνηση με τηλεγραφήματα. Διαβάσετε όσα πιο πολλά βρείτε, γιατί όλες οι προτάσεις του "βραβευμένου" αυτού πεζογραφήματος είναι κύριες προτάσεις λίγων λέξεων χωρίς καμία απόχρωση συναισθημάτων. Π.χ.: "Πριν λίγο έφτασα στην κηδεία της μάνας μου. Άναψα ένα τσιγάρο. Ένας γέρος καθόταν παράμερα. Έκλαιγε γοερά. Δεν καταλάβαινα γιατί". "Το απόγευμα άνοιξα τα πατζούρια. Έχεσα στη λεκάνη. Βγήκα έξω. Έκανε τρομερή ζέστη."
Ρε πούστη, άμα έβαζες και ένα "στοπ" ανάμεσα στις προτάσεις θα πήγαινες για βραβείο Μαρκόνι-το πιο μεγάλο τηλεγράφημα.
Και θα σας πω και την υπόθεση, για να ξέρετε με τι κριτήριο βραβεύουν με Νόμπελ, ώστε αύριο-μεθαύριο, όταν με δείτε στη Σουηδία ντυμένο φράκο και μασονικό κολιέ-τάματα στην παναγία, να μην παραξενευτείτε.
Είναι αυτός ο τύπος, που για τις ανάγκες της δικής μου -σαφώς καλύτερης- αφήγησης, θα ονομάσουμε Σαςμερσώ. Ο Σαςμερσώ είναι απόγονος Γάλλων που ζούνε στη Βόρεια Αφρική, κάπου σε μια εητζούπολη, και εκ τούτου, λευκός. Δουλεύει γραφιάς σε μια επιχείρηση και μια μέρα του ψόφησε η μάνα που είχε αφήσει στο γηροκομείο, γιατί δεν μπορούσε να την νταντεύει. Παίρνει άδεια από τη δουλειά και πάει απλά για να τελέσει τα δεόντα, χωρίς να έχει κανένα συναίσθημα. Γενικά, όλος ο άξονας της αφήγησης περιστρέφεται γύρω από το ότι ο Σαςμερσώ δεν τρέφει συναισθήματα. Είναι ένα ιδιαίτερα πεζό σαλιγκάρι με κίνητρα φτερού στον άνεμο.
Πάει στο γηροκομείο όπου βρίσκει τους σάψαλους φίλους της μάνας του να θρηνούν δίπλα στην κάσα και αυτός μας αφηγείται πόσο νόστιμος είναι ο συλλυπητόκαφες. Πάνε τη θάβουνε, τα ίδια. Ο κόσμος απορούσε -και με το δίκιο του- πως είναι τόσο αναίσθητος. Την επόμενη μέρα συναντάει μια κοπελίτσα που καβλάντιζε παλιότερα, την Άειμαρή και το ίδιο βράδυ κάνουν σχέση. Βασικά, αυτή έκανε σχέση μαζί του, ενώ αυτός ένα απέραντο κενό. Μετά από λίγες μέρες γνωρίζει έναν γείτονα, τον Ταραμά, που δούλευε ανεργία στον ΟΑΕΔ και στα ρεπά του βοσκούσε πουτάνες στα πεζοδρόμια. Μία από τις πουτάνες του, που ήταν αραβίδα, του έκανε μια στραβή και τη σάπισε στο ξύλο. Πήγε ο αδερφός της ο αραβίδος να ζητήσει το λόγο και τον έκανε καραβίδο στο ξύλο. Τα αδέρφια πήγαν στους μπάτσους, αλλά επειδή είναι γνωστό το πόσο οι Γάλλοι σεβόταν τα φυλετικά δικαιώματα στην Αφρική, ο Ταραμόν τη γλύτωσε με άνεση, αφού φυσικά έψησε τον φίλο μας τον Σαςμερσώ να ψευδομαρτυρήσει υπέρ του.
Η ζωή κυλούσε ωραία, δουλίτσα, μουνίτσα κι απάνω τούρλα.
Μέσω του Ταραμόν, γνωρίζεται και με άλλον ένα τύπο, τον Μασόνο. Μια μέρα που οι τρεις τους περιδιάβαιναν στην ακροθαλασσιά, να σου ο αραβίδος, -ο αδερφός της πουτάνας του Ταραμά-, μαζί με άλλους αραβίδους φίλους του. Εκεί τώρα πάει να γίνει τσαμπουκάς με μαχαίρια και πιστόλια, αλλά τελικά έληξε εκεί. Φεύγουν και μετά επιστρέφει μόνος του ο ήρωάς μας. Βρίσκει τον αραβίδο και χωρίς λόγο, αδειάζει απάνω του ένα φάσκελο σφαίρες.
Ο Σαςμερσώ συλλαμβάνεται και τον πάνε στον ανακριτή (πάντα δεν ξεχνάμε ότι ο ήρωάς μας δεν έχει συναισθήματα, απλά είναι ένας κρεάτινος όγκος χωρίς λόγο ύπαρξης). Ο ανακριτής προσπαθεί να τον ξελασπώσει επειδή είναι Γάλλος, ενώ το θύμα είναι λαθρομετανάστης στην ίδια του τη χώρα, αλλά ο ήρωάς μας είναι ηλίθιος. Του λέει στα μούτρα να πει ότι ήταν σε αυτοάμυνα-δεν το δέχεται. Του λέει να πιστέψει στο Χριστό και την Παναγία, αλλά ο Σαςμερσώ είναι εκ πεποιθήσεως ηλίθιος.....και άθεος....."άθεος" ήθελα να πω και βρήκε τη μοναδική στιγμή στη ζωή του να μην κάνει υποχωρήσεις στα Πιστεύω του και να γλιτώσει. Τότε ο βαθιά θρησκόληπτος ανακριτής τον ξαναρίχνει στη μπουζού. Εκεί τον επισκέπτεται συνέχεια ο δικηγόρος του, αλλά απαγορεύεται να έρθει η γκόμενά του, η Άειμαρή.
Εν τέλει σχηματίζεται η δικογραφία και ετοιμάζονται για δίκη. Κάποια στιγμή αφήνουν και την αγαθοβιόλα τη γκόμενά του να τον επισκεφθεί, αλλά αυτός είναι ακόμα υπό την επίρρεια του ζωμού Αρντάν που τον έριξε ο Πανοραμίξ όταν γεννήθηκε.
Οι προβλέψεις είναι ευνοϊκές για τη ζωή του, αλλά θα περάσει μερικά χρονάκια στην ψειρού.
Έτσι φτάνουμε στη μέρα της δίκης. Ο ηλίθιος κάθεται στο εδώλειο, παρατηρώντας με ενδιαφέρον τη δίκη, λες και δικάζουν άλλον. Όμως ο εισαγγελέας φέρνει σαν μάρτυρες και τους φίλους της μάνας του (που είχε πεθάνει, είπαμε) από το γηροκομείο, οι οποίοι, ούτε λίγο-ούτε πολύ, λένε πως ο Σαςμερσώ ήταν αναίσθητος γιος, ακόμα και την ημέρα της κηδείας. Επίσης ανακαλύπτεται ότι είχε ψευδορκίσει για χάρη του φίλου του του Ταραμόν και σιγά-σιγά γίνεται αντιληπτό στους ενόρκους και στους δικαστές ότι ο ήρωάς μας είναι μια άκαρδη αμοιβάδα χωρίς ίχνος συναισθημάτων. Αυτό βαραίνει πολύ το κατηγορητήριο και για πρώτη φορά στη ζωή του ο Σαςμερσώ νιώθει τον κώλο του να ιδρώνει. Όταν, δε, βγαίνει η απόφαση για θάνατο με γκιλοτίνα, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι κάπου έκανε μαλακία και ότι είναι πολύ αργά.
Τον κλείνουν σε ένα μπουντρούμι για μελλοθανάτους κι εκεί αρχίζει την εσωτερική του αναζήτηση (sic), αρνούμενος ταυτόχρονα να δεχτεί τον παπά των φυλακών για να τον διαβάσει.
Πολύ γρήγορα όμως επιστρέφει στον παλιό, καλό του εαυτό, αυτόν που δεν νοιάζεται. Όμως ο παπάς των φυλακών, επειδή είναι και μεγάλος καριόλος, μπαίνει με το ζόρι στο κελί του και τον αρχίζει στο θεολογικό μπίρι-μπίρι. Τσιτώνεται ο Σαςμερσώ και τον αρχίζει κι αυτός στα "θεολογικά γαλλικά" που καταλήγει στην ολική κατάρευση του και το βιβλίο τελειώνει χωρίς το χάπι εντ της γκιλοτίνας, αφού όλη η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και ο μακαρίτης δεν μπορεί να μας πει ούτε αν πόνεσε, ούτε να μας περιγράψει τον άγιο-Πέτρο.
Καλό ψόφο Σαςμερσώ, καλό ψόφο Αλμπέρ Καμύ.
Είθε να αναπαυτούν εν ειρήνει τα καημένα τα δεντράκια που κόπηκαν για να γίνουν σελίδες γι' αυτό το 140φυλλο κωλόχαρτο.
Είθε να καταφέρω να μου επιστραφούν αυτές οι πέντε ώρες που σπατάλησα στο καράβι για να το διαβάσω. Γιατί πιστέψτε με, πιο παραγωγικό θα ήταν να ακούω τα ροχαλητά των κάφρων, να μυρίζω την ποδαρίλα των επιβατών και να σιχτηρίζω τα μαλακισμένα που αναβόσβηναν τα φώτα και δεν μας άφηναν να κοιμηθούμε, παρά αυτή την λογοτεχνική σαβούρα.
Αν κάποιος το διάβασε και του άρεσε, ας μου στείλει κι εμένα στην Κόρινθο απ' αυτό που πίνει. Αν δεν με βρει στο σπίτι μου, θα είμαι στο κολυμβητήριο Λουτρακίου να κάνω το γενιοφόρο δελφίνι.