...την άρπαξα από τη πλάτη και λύνοντας τη ζώνη του κιμονό της την πέταξα πάνω στο στρώμα του δωματίου.
Αν και ζέστός ατμός έρρεε μέσα στο σπίτι (μάλλον από κάποια κεντρική φωτιά και νερό που έβραζε κάνοντας το να μοιάζει με χαμάμ), είχα αποφασίσει να μη βγάλω τελείως τα ρούχα μου.
Μπροστά μου κείτονταν αυτή, με τα μεσοφόρια να κρέμονται απάνω στο κατάλευκο δέρμα της. Το δεξί της στήθος ξεπρόβαλε μεγάλο και στητό, αψηφώντας πέντε καφάσια μήλα πάνω στο κεφάλι του Νεύτωνα. Τα πόδια της σταυρωμένα σαν να ντρέπονταν και λίγες τούφες απ' τα μαλλιά της που απέδρασαν κατά την πτώση της, έπεφταν τόσο σεξουαλικά πάνω στη μύτη και το ανοιχτό της στόμα.
Το Δαιμονόκαυλο έκανε την εμφάνισή του όταν έλυσα τα κορδόνια του καβάλου μου, κορδωμένο και με τον αέρα νικητή, κάνοντάς την να στραβώσει ελαφρά το κάτω χείλος της και να το φέρει ανάμεσα στα δόντια της....όχι ακριβώς αυτό που περίμενα σαν αντίδραση (περιμένα ότι θα άρχιζε κι αυτη να μου λέει "δέσε μια πετσέτα στο μισό μήκος και πρόσεξε μην μπεις όλος μέσα"), αλλά μου έκανε.
Χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του, έσκυψε δίπλα στο στρώμα και πήρε μια λεκάνη με ζεστό νερό και μια καθαρή πετσέτα και άρχισε να τον καθαρίζει επιμελώς. Εγώ έστεκα αγέρωχος εξωτερικά -εσωτερικά κρατιόμουν μην ουρλιάξω από κάβλα και της κάνω τα μούτρα σοβα πιτσιλιστο μυκονιατικο-. Κρατούσε με πολύ προσοχή το Δαιμονόκαβλο και κάθε εκατοστό που καθάριζε το γέμιζε μικρά φιλάκια, -όπως φιλάει ένα μωρό τη μητέρα του- και χαϊδεύοντας με το ελεύθερο χέρι της τους πυλώνες που στηρίζουν ένα τέτοιο θηρίο (τα μπούτια μου).
Ήμουν να σκάσω και να εκραγώ....τόσοι μήνες είχαν περάσει χωρίς γυναίκα, αλλά δεν θα της περνούσε...δεν είχα πληρώσει τόσα λεφτά για να με ξεπετάξει με μια υγρή πετσετόπιπα.
Λίγο πριν τελειώσει την αρπάζω από το πίσω μέρος του λαιμού και τον βυθίζω βαθιά μέσα στον οισοφάγο της σαν δολοφόνος που μπήγει με οργή το μαχαίρι του στο στήθος αυτού που τον αδίκησε.
Η έκπληξή μου ήταν τεράστια όταν είδα τον "Σάκο του Kaboso" να ακουμπάει το πηγούνι της ανεμπόδιστα και χωρίς καν να στάξει ένα δάκρυ στα μάτια της. Κατάφερε να πάρει σε εκατοστά όλο το number of the Beast και χωρούσαν ακόμα και δυο-τρία σινγκλάκια.
Αυτό δεν ήταν στόμα, ήταν η πύλη της Κολάσεως!!!
Της πηδούσα με βία το στόμα κοιτώντας την σαν να τη μαχαιρώνω λουσμένος στην οργή. Οι φλέβες μου είχαν πεταχτεί σαν ρυάκια λάβας και ιδρώτας κυλούσε στο κορμί μου, ενώ αυτή με κοίταζε με λαγνεία και προσμένοντας να ασελγήσω πάνω της.
Τον ξεκουμπώνω από το στόμα της και απότομα την πετάω στα τέσσερα, ανοίγοντας με τα μακριά μου δάχτυλα το μικρό της κωλαράκι. Διάολε, η επιλογή "κώλος ή μουνί" ήταν η πιο δυσκολη απόφαση που είχα κάνει σε όλη μου τη ζωή. Και τα δύο τόσο μικρά και τόσο ροδαλά, ερχόταν σε αντίθεση με έναν Κάβλο τεράστιο χοντρό και σκοτεινό σαν ψυχή ιεροεξεταστή.
Βουλιάζοντας απαλά τον αντίχειρά μου μέσα στην ανοιχτή της ροδέλα, βυθίζω με βία τόσα πολλά εκατοστά του αντρικού μου Κρέατος βαθιά ανάμεσα στα ανοιχτά ροδοπέταλα του μουνιού της και μια οικεία ζέστη έλουσε την ύπαρξή μου.
Πηδούσα σίγουρα ένα πλάσμα μη-ανθρώπινο, αλλά δεν ήξερα σε ποια Πλευρά άνηκε.
Στημένη σαν τίγρης πάνω από το νεκρό σώμα γαζέλας, τα στήθη της πήγαιναν μπρος-πίσω με την κάθε μου ώθηση. Έχοντας την αρπάξει από τη μέση πηδούσα αυτό το μικροκαμωμένο Θηρίο και σκληρά χτυπήματα της παλάμης μου πάνω στα κάπούλια του έκαναν τους αναστεναγμούς και τις κραυγές της να γεμίζουν το σπίτι.
Για μια στιγμή αφουγκράστηκα μικροσκοπικά ποδαράκια να περπατάνε και αχνά γελάκια να ακούγονται κάτω από τις κραυγές της. Είχαμε λοιπόν κοινό, ώρα να δώσω μια μεγαλειώδη παράσταση.
Την ξαναπετάω στο στρώμα, τη γυρίζω και ήξερε...
Τυλίγει τις πατούσες και τα χέρια τις πίσω απ' το γερμένο μου λαιμό και αρπάζοντας την από τη μέση σηκώνομαι όρθιος καρφώνοντάς την ευθεία μέσα στο κλειστό της κωλαράκι. Το Κρέας μου γλύστρισε χάρη στα υγρά του μουνιού της, σχεδόν ανεμπόδιστα βαθιά μέσα της και τα σχιστά της μάτια άνοιξαν μαζί το στόμα της σε μια έκφραση πόνου και ηδονής.
Σίγουρα ήταν πλάσμα της δικής μου Πλευράς και το πρόδωσε το καυτό της εσωτερικό και η κόλαση του μαρτυρίου που έκαιγε μέσα της καθώς και μια λέξη που ξεστόμισε όταν την διαπέρασα στα βάθη του κώλου της, που παρόλο που δεν ήξερα τη σημασία της, ένιωσα μια ξαφνικό και βίαιο κάλεσμα από τον Έξω Κόσμο να μου λέει να της ξεσκίσω το κορμί μέχρι το πνεύμα μου να νιώσει σχεδόν θάνατο.
Έχει κλειδώσει τη λαβή της στο λαιμό μου κι εγώ όρθιος σφίγγω τα δόντια και αρχίζω να την πελεκώ με το Δαιμονόκαβλο με τέτοια ταχύτητα και βία που δεν ένιωθα πια. Μούγκριζα σαν ζώο και γαμούσα σαν να πολεμούσα χίλους αγγέλους. Έσφιγγα το κορμί της από τα καπούλια γεμίζοντας με μάζα τα σωθικά της για αρκετή ώρα. Οι ψίθυροι πίσω μου είχαν μετατραπεί σε ελαφρά βογγητά, μέχρι που ο νταβατζής τους με ένα φιδίσιο κάλεσμα τις έδιωξε.
Αυτό χρειαζόμουν...
Μια ισχυρή μου πίεση και ένα χτύπημα του Αντρικού μου Κρέατος έδιωξε ένα χείμαρο δαιμονικού σπέρματος μέσα στα σπλάχνα της.
Ούρλιαξα σαν λιοντάρι του βουνού, τα δόντια μου σφίγγονταν και την αγκάλιασα σε μια λαβή πύθωνα για να ολοκληρώσω τη βεβήλωσή μου.
Το Δαιμονόκαβλο ήταν ακόμα σε καταστολή ή σε μακάριο κώμα και αυτή ακόμα κολλημένη πάνω μου όταν την ρώτησα το όνομά της και το Γένος της. "Κίγιο...", μου είπε, "σκλάβα του Τένγκου που είδες στην πόρτα".
"Πες μου την ιστορία σου και θα σε πληρώσω κι άλλα για να την μάθω" της είπα και την άφησα να ξαπλώσει με ένα χαμόγελο να λάμπει στο πρόσωπό της....