Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Μεγάλες στιγμές της Ιστορίας 2 (δεύτερο μέρος)



...την άρπαξα από τη πλάτη και λύνοντας τη ζώνη του κιμονό της την πέταξα πάνω στο στρώμα του δωματίου.
Αν και ζέστός ατμός έρρεε μέσα στο σπίτι (μάλλον από κάποια κεντρική φωτιά και νερό που έβραζε κάνοντας το να μοιάζει με χαμάμ), είχα αποφασίσει να μη βγάλω τελείως τα ρούχα μου.

   Μπροστά μου κείτονταν αυτή, με τα μεσοφόρια να κρέμονται απάνω στο κατάλευκο δέρμα της. Το δεξί της στήθος ξεπρόβαλε μεγάλο και στητό, αψηφώντας πέντε καφάσια μήλα πάνω στο κεφάλι του Νεύτωνα. Τα πόδια της σταυρωμένα σαν να ντρέπονταν και λίγες τούφες απ' τα μαλλιά της που απέδρασαν κατά την πτώση της, έπεφταν τόσο σεξουαλικά πάνω στη μύτη και το ανοιχτό της στόμα. 

   Το Δαιμονόκαυλο έκανε την εμφάνισή του όταν έλυσα τα κορδόνια του καβάλου μου, κορδωμένο και με τον αέρα νικητή, κάνοντάς την να στραβώσει ελαφρά το κάτω χείλος της και να το φέρει ανάμεσα στα δόντια της....όχι ακριβώς αυτό που περίμενα σαν αντίδραση (περιμένα ότι θα άρχιζε κι αυτη να μου λέει "δέσε μια πετσέτα στο μισό μήκος και πρόσεξε μην μπεις όλος μέσα"), αλλά μου έκανε.
   Χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του, έσκυψε δίπλα στο στρώμα και πήρε μια λεκάνη με ζεστό νερό και μια καθαρή πετσέτα και άρχισε να τον καθαρίζει επιμελώς. Εγώ έστεκα αγέρωχος εξωτερικά -εσωτερικά κρατιόμουν μην ουρλιάξω από κάβλα και της κάνω τα μούτρα σοβα πιτσιλιστο μυκονιατικο-. Κρατούσε με πολύ προσοχή το Δαιμονόκαβλο και κάθε εκατοστό που καθάριζε το γέμιζε μικρά φιλάκια, -όπως φιλάει ένα μωρό τη μητέρα του- και χαϊδεύοντας με το ελεύθερο χέρι της τους πυλώνες που στηρίζουν ένα τέτοιο θηρίο (τα μπούτια μου).

   
   Ήμουν να σκάσω και να εκραγώ....τόσοι μήνες είχαν περάσει χωρίς γυναίκα, αλλά δεν θα της περνούσε...δεν είχα πληρώσει τόσα λεφτά για να με ξεπετάξει με μια υγρή πετσετόπιπα.
Λίγο πριν τελειώσει την αρπάζω από το πίσω μέρος του λαιμού και τον βυθίζω βαθιά μέσα στον οισοφάγο της σαν δολοφόνος που μπήγει με οργή το μαχαίρι του στο στήθος αυτού που τον αδίκησε.
Η έκπληξή μου ήταν τεράστια όταν είδα τον "Σάκο του Kaboso" να ακουμπάει το πηγούνι της ανεμπόδιστα και χωρίς καν να στάξει ένα δάκρυ στα μάτια της. Κατάφερε να πάρει σε εκατοστά όλο το number of the Beast και χωρούσαν ακόμα και δυο-τρία σινγκλάκια.
Αυτό δεν ήταν στόμα, ήταν η πύλη της Κολάσεως!!!
Της πηδούσα με βία το στόμα κοιτώντας την σαν να τη μαχαιρώνω λουσμένος στην οργή. Οι φλέβες μου είχαν πεταχτεί σαν ρυάκια λάβας και ιδρώτας κυλούσε στο κορμί μου, ενώ αυτή με κοίταζε με λαγνεία και προσμένοντας να ασελγήσω πάνω της.

   Τον ξεκουμπώνω από το στόμα της και απότομα την πετάω στα τέσσερα, ανοίγοντας με τα μακριά μου δάχτυλα το μικρό της κωλαράκι. Διάολε, η επιλογή "κώλος ή μουνί" ήταν η πιο δυσκολη απόφαση που είχα κάνει σε όλη μου τη ζωή. Και τα δύο τόσο μικρά και τόσο ροδαλά, ερχόταν σε αντίθεση με έναν Κάβλο τεράστιο χοντρό και σκοτεινό σαν ψυχή ιεροεξεταστή.
Βουλιάζοντας απαλά τον αντίχειρά μου μέσα στην ανοιχτή της ροδέλα, βυθίζω με βία τόσα πολλά εκατοστά του αντρικού μου Κρέατος βαθιά ανάμεσα στα ανοιχτά ροδοπέταλα του μουνιού της και μια οικεία ζέστη έλουσε την ύπαρξή μου.

  Πηδούσα σίγουρα ένα πλάσμα μη-ανθρώπινο, αλλά δεν ήξερα σε ποια Πλευρά άνηκε.
Στημένη σαν τίγρης πάνω από το νεκρό σώμα γαζέλας, τα στήθη της πήγαιναν μπρος-πίσω με την κάθε μου ώθηση. Έχοντας την αρπάξει από τη μέση πηδούσα αυτό το μικροκαμωμένο Θηρίο και σκληρά χτυπήματα της παλάμης μου πάνω στα κάπούλια του έκαναν τους αναστεναγμούς και τις κραυγές της να γεμίζουν το σπίτι.
   Για μια στιγμή αφουγκράστηκα μικροσκοπικά ποδαράκια να περπατάνε και αχνά γελάκια να ακούγονται κάτω από τις κραυγές της. Είχαμε λοιπόν κοινό, ώρα να δώσω μια μεγαλειώδη παράσταση.
   Την ξαναπετάω στο στρώμα, τη γυρίζω και ήξερε...
Τυλίγει τις πατούσες και τα χέρια τις πίσω απ' το γερμένο μου λαιμό και αρπάζοντας την από τη μέση σηκώνομαι όρθιος καρφώνοντάς την ευθεία μέσα στο κλειστό της κωλαράκι. Το Κρέας μου γλύστρισε χάρη στα υγρά του μουνιού της, σχεδόν ανεμπόδιστα βαθιά μέσα της και τα σχιστά της μάτια άνοιξαν μαζί το στόμα της σε μια έκφραση πόνου και ηδονής.
Σίγουρα ήταν πλάσμα της δικής μου Πλευράς και το πρόδωσε το καυτό της εσωτερικό και η κόλαση του μαρτυρίου που έκαιγε μέσα της καθώς και μια λέξη που ξεστόμισε όταν την διαπέρασα στα βάθη του κώλου της, που παρόλο που δεν ήξερα τη σημασία της, ένιωσα μια ξαφνικό και βίαιο κάλεσμα από τον Έξω Κόσμο να μου λέει να της ξεσκίσω το κορμί μέχρι το πνεύμα μου να νιώσει σχεδόν θάνατο.
   Έχει κλειδώσει τη λαβή της στο λαιμό μου κι εγώ όρθιος σφίγγω τα δόντια και αρχίζω να την πελεκώ με το Δαιμονόκαβλο με τέτοια ταχύτητα και βία που δεν ένιωθα πια. Μούγκριζα σαν ζώο και γαμούσα σαν να πολεμούσα χίλους αγγέλους. Έσφιγγα το κορμί της από τα καπούλια γεμίζοντας με μάζα τα σωθικά της για αρκετή ώρα. Οι ψίθυροι πίσω μου είχαν μετατραπεί σε ελαφρά βογγητά, μέχρι που ο νταβατζής τους με ένα φιδίσιο κάλεσμα τις έδιωξε.
Αυτό χρειαζόμουν...
    Μια ισχυρή μου πίεση και ένα χτύπημα του Αντρικού μου Κρέατος έδιωξε ένα χείμαρο δαιμονικού σπέρματος μέσα στα σπλάχνα της.
Ούρλιαξα σαν λιοντάρι του βουνού, τα δόντια μου σφίγγονταν και την αγκάλιασα σε μια λαβή πύθωνα για να ολοκληρώσω τη βεβήλωσή μου. 


   Το Δαιμονόκαβλο ήταν ακόμα σε καταστολή ή σε μακάριο κώμα και αυτή ακόμα κολλημένη πάνω μου όταν την ρώτησα το όνομά της και το Γένος της. "Κίγιο...", μου είπε, "σκλάβα του Τένγκου που είδες στην πόρτα".
"Πες μου την ιστορία σου και θα σε πληρώσω κι άλλα για να την μάθω" της είπα και την άφησα να ξαπλώσει με ένα χαμόγελο να λάμπει στο πρόσωπό της.... 



Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Μεγάλες στιγμές της Ιστορίας 2


Καλησπέρα Δούλοι και Μαθητές
καλώς ορίσατε σε άλλη μια από τις...

Μεγάλες στιγμές της Ιστορίας





 λένε πως όταν ψάχνεις την απογοήτευση συνέχιζε και δεν θα απογοητευτείς...

Βρισκόμουν πριν πολύ καιρό στα παράλια της Ανατολικής Ρωσίας και κατέβαινα από τον ισθμό της Σόυα προς την ομώνυμη πόλη της Βόρειας Ιαπωνίας με ένα αλιευτικό σκάφος.
Το ταξίδι είχε διαρκέσει πολλές μέρες λόγω του κακού καιρού και του ηλίθιου καπετάνιου που τα σχιστά του μάτια δεν τον άφηναν να δει πέρα από τη μύτη του.
   Κατεβαίνοντας τελικά στο λιμάνι γονάτισα με ευλάβια και πάνω στην ιερή γη της Ιαπωνίας άδειασα το περιεχόμενο του στομαχιού μου πάνω στον πάγκο που πουλούσε τα ψάρια του ένας άμοιρος ψαράς. Ο πάγκος του γέμισε άλλα δυο κιλά καβούρια, ένα μπακαλιάρο και τρία συκώτια καρχαρία.
Τον ζήτησα συγνώμη...
...με ευχαρίστησε για τα ψάρια
...έφυγα για να γαμήσω.

Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ίντερνετ, όμως οι ιστορίες των ναυτικών για τις Γιαπωνέζες με τις μικρές πατουσίτσες και τα ακόμα πιο μικρά μουνάκια που έσκουζαν όταν τις πηδούσες σαν να ήταν σε θάλαμο βασανιστηρίων, άναβαν τη φαντασία μου και έκαναν το δαιμονικό μου Καβλί να γεμίζει τρίχες και να ουρλιάζει σπέρμα σαν σε Πανσέληνο.

Είχα δύο μήνες που ήμουν στο αλιευτικό και δεν είχα πηδήξει τίποτα. Από τη μια, ο καπετάνιος και το πλήρωμα που μου ήταν αναγκαίοι για να φτάσω και από την άλλη τα ψάρια που με το που έβαζα μέσα το πουτσοκέφαλο έσπαγαν σαν ατσαλοσωλήνες.
Έχεις πηδήξει ατσαλοσωλήνα να δεις πόσο εύκολα σπάει;
 Το Δαιμονόκαβλό μου είχε σαλτάρει και θα είχα πηδήξει την ίδια τη βάρκα αν δεν βούλιαζε.

    Ο καιρός στη Σόυα είναι πάντα κρύος ακόμα και το καλοκαίρι, έτσι ντύθηκα ένα τομάρι αρκούδας και ξεκίνησα για το κοντινότερο μπουρδέλο έχοντας στις τσέπες μου την αμοιβή μου και πολύ κακές διαθέσεις στον κάβαλο.
    Κόσμος αραιός πηγαινοερχόταν στους δρόμους της πόλης. Κινέζοι έμποροι σιτηρών, Ρώσοι μπράβοι, Γιαπωνέζοι όλων των κοινωνικών στρωμάτων φορώντας αυτές τις περίεργες ρόμπες και έχοντας πλεγμένα τα μαλλιά ανάλογα με τη Θέση τους, Φιλιππινέζοι μικροκακοποιοί, Μαλαίσιοι ναρκοέμποροι με τα ταττού τους να γεμίζουν το λαιμό τους (και ποιος ξέρει πόσο ακόμα από το κορμί τους), Μαορί που η μακριά ναυτική τους παράδοση και το θάρρος τους, τους έκανε ξακουστούς σε όλο τον Ινδικό Ωκεανό, γεμάτοι κι αυτοί με στίγματα από τις φυλές τους να πουλάνε κρέας, ξυλεία και φυλαχτά.

Τα κτίρια της πόλης ήταν ξύλινα με αυτά τα -σαν- χάρτινα παράθυρα.
Μαγαζιά κάθε είδους. Κάπου μερικοί βουδιστικοί ναοί. Χάρτινα φανάρια στις εξώπορτες κάποιων σπιτιών. Στενόμακρα λάβαρα των δυνατών οίκων της πόλης κρεμασμένα πάνω σε μακριά κοντάρια και στολισμένα με τίγρεις, δράκους, μαϊμούδες και ιερογράμματα.
Κατάλαβα ότι δεν ήξερά τίποτα για την χώρα και το μυαλό μου είχε κρατήσει από τις αφηγήσεις των ναυτικών, μόνο τα κομματια για τα στενά μουνάκια και τις τσιρίδες...ίσως μετά να ψάξω λίγο την πόλη, αλλά τώρα ήθελα μόνα να γαμήσω....να σκίσω ένα μικρό περιποιημένο μουνάκι απροσδιόριστης ηλικίας.

...Κάποιες χειράμαξες στο δρόμο και ανάμεσα στους ομπρελοφόρους Ιάπωνες είδα και κάποιες γυναίκες, τυλιγμένες όμορφα στα κιμονό τους, κοιτώντας χαμηλά και κανέναν, περνούσαν από δίπλα μου...ω Δαίμονα Πρώτε...τόσο όμορφες...τόσο ντελικάτες...τόσο πουτσαξιαγάπητες.
 Ναι, ψάχνω γι' αυτά τα προβλήματα που λύνονται μόνο με το σεξ.  
   
   Σταματάω σε ένα μανάβικο και ρωτάω τον ιδιοκτήτη σε σπαστά ρώσικα που μπορώ να βρω γυναίκα για μια ώρα. Και μου απαντάει οργισμένα κάτι στα Ιαπωνικά διώχνοντάς με. Έφυγα νευριασμένος από το μαγαζί του αφήνοντάς τον με ένα χέρι σπασμένο και μια παπάγια στον κώλο.

   Στο δρόμο συναντάω κάποιον που έμοιαζε με Ρώσο και παρά τα μογγολικά του χαρακτηριστικά, του κάνω την ίδια ερώτηση στα ρώσικα. Ευτυχώς ήταν όντως Ρώσος και από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι δυο στενά πιο κάτω είχε ένα καλό "σπίτι" με περιποιημένα κορίτσια. Πάντα με εξέπληταν οι Ρώσοι στο θέμα Ποτό και Γυναίκες, οπου μετατρέπονταν από άχρηστοι τσομπάνηδες σε Γάλλους μαρκήσιους της Αναγέννησης.

   Με γοργό βήμα φτάνω στον προορισμό μου.
Το Δαιμονόκαβλο είχε τόσο σχεδόν αγχωθεί από τη συγκίνηση και την προσμονή που έκλαιγε άσπρο δάκρυ πάνω στο στήθος μου.
   Μπροστά μου ένα σπίτι που στη βεράντα του στέκονταν περίπου είκοσι κορίτσια το ένα πιο μικροκαμωμένο και όμορφο απ' το άλλο. Τα μάτια μου κοίταξαν α-μ-έ-σ-ω-ς χαμηλά και έπεσαν στα πιο υπέροχα και μικρά ζευγάρια πατουσών που είχα δει στη ζωή μου. Τόσο μικρά και λεπτοκαμωμένα που έκαναν το Ρόδο της Ιουλιέτας να μοιάζει με σκατά.
Μπροστά τους καθόταν ο νταβατζής τους πονηρά χαμογελαστός και αποφάσισα να μην βγάλω τα ρούχα μου όσο γαμάω, αν και το χαμόγελό του δεν πρόδιδε ακριβώς ότι σκόπευε να προσπαθήσει να με ληστέψει ή να με σκοτώσει (χωρίς φυσικά καμία επιτυχία). Ήταν ένα ξερακιανός γέρος, κοντός, με ένα κοντό μουστάκι και μια ουλή που ξεκινούσε από το δεξί του μάγουλο και τελείωνε κάτω από το σαγόνι. Είχε ένα τεράστιο μπόγο μαλλιών δεμένο στο πάνω μέρος του κεφαλιού του και κάτι περίεργα ιδεογράμματα κεντημένα πάνω στη μεταξένια του ρόμπα, κάτι που δεν είχα ξαναδεί πάνω σε Ιάπωνα.
Κράτησα αυτή την εικόνα στο μυαλό μου, τη στιγμή που ένα περίεργο αίσθημα γέμισε το κεφάλι μου σαν θολούρα από επίκληση πνεύματος που βγήκε εκτός ελέγχου. Όμως τα ινία δεν τα είχε πλέον το πάνω κεφάλι, οπότε ο ρόλος του θα έμενε στα καθήκοντα απλού λυκόσκυλου όσο ο Βοσκός θα γαμούσε και αυτό θα φυλούσε τα πρόβατα από τους λύκους.

   H συνομιλία μας (σε σπαστά ρώσικα) κράτησε λίγο και αρκέστηκε στο "πόσο-τόσο".
Του έδωσα ένα χαρτονόμισμα που, υποψιάστηκα από το βλέμμα του, ότι μπορεί να είχε δεκαπλάσια αξία. Ψιθύρισα ένα λατινικότατο ne vadas in Inferno και άρχισα να ψάχνω στη σειρά για την πιο όμορφη.

   Όλες επιστράτευσαν το πιο σαγηνευτικό τους βλέμμα, παίζοντας το Παιχνίδι της Αθώας Παιδούλας που τόσες φορές είχα δει παντού.
 Η διαφορά τους με όλες τις υπόλοιπες εθνότητες; Φορούσαν ρούχα που κάλυπταν το κορμί τους και έπρεπε να επιστρατεύσουν τη θηλυκότητά τους...το παιχνίδι που μου αρέσει!!
Μία από αυτές όμως με κοίταζε παράξενα, σαν να με ήξερε, ή μάλλον, σαν να ήξερε τι πλάσμα είμαι.
 Ήταν ντυμένη στα λευκά με πιο ντελικάτο μακιγιάζ στο πρόσωπο, χλωμό σαν το θάνατο και με μια κίτρινη ζώνη να δένει το φόρεμά της. Πιο λεπτή απ' όλες τις υπόλοιπες και ο όγκος στο στήθος της πρόδιδε ένα πολύ μεγάλο περιεχόμενο. Την έγλειψα τόσο με τα μάτια μου που σχεδόν είδα τις καμπύλες τις. Και αυτή τη μικρή άκρη ενός τατουάζ στο λαιμό της που ξέφευγε από το γιακά του φορέματός που έκρυβε το υπόλοιπο σχέδιο. Προσπάθησα να την "διαβάσω" με ένα γρήγορο μαντικό ξόρκι, αλλά κάτι μπλόκαρε την ενόρασή μου. Υποψιαζόμουν, αλλά βιαζόμουν. 
  Χαμήλωσα το μέτωπο κρύβοντας τα μάτια μου, έτεινα το δείχτη μου πάνω της και από το τους κυνόδοντες του μισάνοιχτου στόματος γρύλισα "εσύ". Μία στιγμή σιωπής...
 Κράτησε την ψυχραιμία της στο προσωπείο της, αλλά δεν ένιωσα φόβο από μέρους της, τόσο, όσο περιέργεια. Με την άκρη του ματιού μου είδα ένα βλέμμα ικανοποίσης στα μάτια του γέρου νταβατζή της.
Ανέβηκα τα λίγα σκαλοπάτια της βεράντας, παραμέρισα πιάνοντας τα πισινά των υπολοίπων κοριτσιών για γούρι και την πήρα με δύναμη σαν σωστός Δαιμονάντρας από το χέρι για να την οδηγήσω μέσα, εκεί που θα ένιωθε για πρώτη φορά τι σημαίνει Όγκος Κρέατος μέσα στις μικροσκοπικές της τρυπούλες.
Θα ήταν ένα Κωλοκαύτωμα με Αιδιοραγία Κολπικών και Πεϊκών Υγρών.


Σύντομα η συνέχεια....


 

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Ο Σάκος του Kaboso 2


Νομίζω ότι αρκετά έκατσα σε ένα μέρος
 Ήρθε η ώρα να ξαναφύγω.
Καιρός για άλλον έναν Σάκο του Kaboso!

Ανοίγοντάς τον θα δεις κάτω-κάτω τις 3 γνωστές σε όλους σας καπαρντίνες, τη Μαύρη, τη Σκοτεινή και την Αόρατη τη Νύχτα, τυλιγμένες σε φάσκιες σαν νεοθάνατα βρέφη με τις ασορτί αλυσίδες τους, φρεσκοπλυμμένες και γυαλισμένες. Ένα μισοάδειο μπουκάλι Jack Daniel's, καθαρισμένο από τα αίματα κάποιου πατέρα που αποτόλμησε να εμποδίσει την κόρη του να έρθει με τη θέλησή της να καθίσει δίπλα μου και, αντ' αυτού, να πάει να κάτσει στα γόνατα ενός πλαδαρού βδελύγματος από το Βιετνάμ που κουνούσε ένα μάτσο ριέλια σαν μαντήλια. 
Δεν με νοιάζουν οι πλούσιοι που παρασιτούν πάνω στις ανάγκες των ανθρώπων, γιατί η κατάληξή τους είναι στον τέταρτο και πέμπτο κύκλο της κόλασης που καμιά σχέση δεν έχει με όσα διαβάσατε από τον Αλιγκέρι.
Με ενοχλεί όμως όταν κάποιος βάζει το χέρι του στη δίκαιη λεία μου, γιατί δεν συμβιβάζομαι με κάτι λιγότερο από αυτό που κέρδισα και αυτό είναι η αρχική αρετή του εγωισμού. 
Κάποτε ένα δαιμονίδιο, δευτέρας γενεάς προσπάθησε να διεκδικήσει για τον εαυτό του τη νίκη και τα λάφυρα από μια επική μονομαχία μου με έναν Σαολίν. Αφού πέρασα με συρραπτικό μια ξανθιά περούκα στο μοναχό και τον ανάγκασα να μου καθαρίσει το σπίτι φορώντας κιμονό και τραγουδώντας το "είμαι νίντζα και το κέφι μου θα κάνω", περιέλαβα και το δαιμονίδιο το οποίο τώρα βρίσκεται σε κάποιο κελί με ένα μικροσκόπιο "τυρανώντας" θανατηφόρους ιούς με μια βελόνα.

   Για να μην ξεφεύγουμε όμως, καθόμουν σε αυτό το άθλιο και απόμερο μπαρ πίνοντας μία Grolsch.
 Το μέρος βρωμούσε κινίνο για τα κουνούπια και το απαλό σκοτάδι ξεκούραζε τα μάτια μου από το ηλιοβασίλεμα. Ο κόσμος κυκλοφορούσε αργά. Σε κάποιο τραπέζι έπαιζαν χαρτιά με το ένα χέρι στα φύλλα τους και το άλλο στα πιστόλια. Μια αβυσαλέα ευωδιά χασίς, αναμεμειγμένη με ιδρώτα και αλκοόλ έσπαγε συχνά τη βρώμα του κινίνου, ενώ μικρά κορίτσια και αγόρια, φορώντας μόνο κάτι άσπρα λερωμένα κομμάτια ύφασμα κυκλοφορούσαν από τραπέζι σε τραπέζι κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των πατεράδων τους. Κάποιες στιγμές όλο και κάποιος άχρηστος συφιλιασμένος γέρος έφευγε για λίγο κρατώντας κάποιο παιδί από το χέρι ξύνοντας τα αχαμνά του και χαμογελώντας με το φαφούτικο στόμα του.
 Από νωρίς είχαν ξεκινήσει και ερχόταν προς το μέρος μου βλέποντας έναν ξένο που πιθανόν να κρατούσε πολλά χρήματα (;;;) και ήθελε ίσως να απολαύσει τις ντόπιες "λιχουδιές", αλλά εκείνη τη στιγμή δεν ήθελα σεξ....διάολε...δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανένα. Ήμουν τόσο ακίνδυνος, όσο ακίνδυνος μπορεί να είναι ένας δαίμονας που απλώς αδιαφορεί. 
   Με ένα νεύμα έδιωχνα κάθε υποψήφιο "εραστή" και συνέχιζα να πίνω την μπύρα μου.
Μαζί με τη δεύτερη παρείγγειλα και ένα μπουκάλι Jack Daniel's. Ο γερο-μπάρμαν με κοίταξε και μου λέει στα αγγλικά "but mister it cost 5 dollars". Τον κοιτάζω αδιάφορα και του απαντάω σε σπαστά χμερ "ε τότε φέρε μου άλλο ένα" και του αφήνω 20 δολάρια.
Πήγε τρέχοντας σε κάποιο ντουλάπι του και μου έφερε τα δύο μπουκάλια Τζακ που του ζήτησα ρωτώντας μετά αν ήθελα κάτι άλλο. "Την ησυχία μου" του απάντησα και αμέσως απομακρύνθηκε.

    Η όλη σκηνή δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπόλοιπους θαμώνες που άρχισαν να σιγοψυθιρίζουν και να συνωμοτούν...ίσως και εγώ να έψαχνα αφορμή...ίσως ήθελα κάτι συναρπαστικό παρόλο που αρχικά ζητούσα ηρεμία.

...στην αρχή μου έστειλαν μαζί τρία από τα πιο όμορφα κορίτσια τους, για να έχουν την ίδια αντιμετώπιση που είχαν και τα προηγούμενα και τότε πέρασε τη πόρτα ο Βιετναμέζος φορώντας λευκό κουστούμι και ακολουθούμενος από δύο Κινέζους σωματοφύλακες, ασυνήθιστα ψηλούς και φουσκωμένους για την καταγωγή τους.
 Ο τύπος βρωμούσε λεφτά. Όχι ο τύπος βρωμούσε καταχρασμένα λεφτά, όχι πολλά, αλλά αρκετά να του επιτρέψουν ένα καλό ντύσιμο, ένα μέτριο ξενοδοχείο ίσως, δύο σωματοφύλακες αμφιβόλου εμπιστοσύνης και αρκετές νύχτες με κάθε λογής νιάνιαρο να του κρατάει συντροφιά όπου πήγαινε.

Αμέσως τα πιτσιρίκια έφυγαν από δίπλα μου και μαζί με το ποτό του ήρθαν δίπλα του, κατεβάζοντας ελαφρά το ύφασμα που κάλυπτε τη λεπτή, μελαμψή τους σάρκα. Αφού τα πασπάτεψε λίγο άρχισε να πίνει το ποτό του και να καπνίζει ένα άθλιο πούρο, μιμούμενους τους ανα τη Γη μέλλοντες "πελάτες" του Έκπτωτου.

Παρακολούθησα για λίγο τη σκηνή από τον θολό καθρέφτη του μπαρ και συνέχισα το ποτό μου βαριεστημένα. Ίσως και να χάρηκα λιγάκι που δεν ήμουν το κέντρο της προσοχής των ντόπιων μαστροπών και μαχαιροβγαλτών. Όμως κάτι μέσα μου ζητούσε την ίντριγκα και όχι με την έννοια του καυγά, αλλά με την σεξουαλική έννοια. Ο Δαιμονικός μου Κάβλος άρχισε να απαιτεί μουνί και κώλο και τα ήθελε και τα δύο άμεσα....Άρχισε να φουσκώνει και να πάλλεται μέσα στο παντελόνι μου, σαν ανακόντα που ψάχνει για τροφή. Τον έχω καλομάθει τον πούστη και τον τρέφω μόνο με τα καλύτερα, ανταμείβοντάς με με τεράστιες στύσεις και εκρηκτικούς οργασμούς. Όμως καμία από τις "κοπέλες" δεν ανταποκρινόταν στα στάνταρτ μου...

   Μέχρι που μπήκε μέσα μια μικρή δαιμόνισσα.
Γύρω στα 18 (ώριμη, σχεδόν milf για τα δεδομένα του τόπου), με μάτια γκρίζα σαν της Lilith και κορμί βγαλμένο από από τους μύθους της Ινδίας, αδιαφόρησε για το τσούρμο που μαζεύτηκε γύρω από τον Κίτρινο Πυρετό με Κουστούμι και φορώντας ένα απλό αλλά όμορφο φόρεμα κατευθυνθήκε προς το μέρος μου.

"Ωχ" έκανα από μέσα μου καθώς, βλέποντάς την να έρχεται, ο Σκοτεινός μου Πούτσος χτύπησε με βία την αγκράφα της ζώνης μου, σκίζοντας της την τρύπα που ήταν δεμένη για να χαλιναγωγήθεί από την επόμενη. Ο πόνος ήταν άμεσος και σκληρός κάνοντας κάτι μέσα μου να ραγίσει και ψιθύρισα "όχιρεπούστη" με ένα δάκρυ να κρέμεται από το μάτι μου οριακά. Σχεδόν ξεπρόβαλλε κι αυτός από το παντελόνι για να χαιρετήσει αυτή την ευχάριστη άφιξη!

 Η θνητή Λίλιθ περπάτησε αέρινα και έκατσε δίπλα μου χωρίς καν να ζητήσει άδεια. Διάολε πως μου αρέσουν οι γυναίκες που ξέρουν που στέκονται και παίρνουν πρωτοβουλίες!!!
Τα φύλλα ήταν στο χέρι μου και έδειχναν Φλος Ρουαγιάλ.

Εκείνη τη στιγμή διάλεξε ο μούλος να σηκώσει τα χέρια του επιδεικνύωντας τα λεφτά του και να κάνει νόημα να του φέρουν αυτή.
Από μια σκοτεινή καρέκλα πετάχτηκε ο νταβατζής-πατέρας της και την άρπαξε από τον αγκώνα φωνάζοντάς της να πάει να κάτσει στα πόδια του. Το κορίτσι ξαφνιάστηκε και αυθόρμητα έτεινε το χέρι της προς το μέρος μου σε μια προσπάθεια σωτηρίας.

"Όχι....ΟΧΙ....ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ", ούρλιαξαν χίλιοι δαίμονες και άλλοι τόσοι μέσα στα Τάρταρα των σωθικών μου και μια απότομη ημικυκλική κίνηση του αριστερού μου χεριού βρίσκει στόχο το λαιμό του μπουκαλιού Jack. Τα δάχτυλά μου τυλίχτηκαν γύρω του σαν στραγγαλιστής και ετοιμάστηκα χωρίς παύση για την επόμενη κίνηση. Το δεξί μου χέρι αγκάλιασε την κοπέλα από την πλάτη ρίχνοντάς την μπροστά και το χέρι με το μπουκάλι βρέθηκε να χτυπά με δύναμη μια τον δεξί, απλωμένο στην κόρη του ώμο του νταβατζή της και άλλη μια το δεξί του ζυγωματικό λερώνοντας το χέρι μου με βρώμικο αίμα.

Ο χτικιασμένος πατέρας έπεσε κάτω αναίσθητος ενώ αμέσως άλλοι δέκα σηκώθηκαν έχοντας ήδη στα σκοπευτικά των όπλων τους καίρια σημεία στο κορμί μου.
Εγώ έστεκα ακίνητος με ένα μπουκάλι Τζακ στο χέρι χαμογελώντας και τη μικρή παλλακίδα κρυμμένη στην πλάτη μου.
Πρώτος έκανε κίνηση ο μπαρμαν ορμώντας από πίσω με ένα κοντό μαχαίρι για τον κρόταφό μου το οποίο αποκρούστηκε όλο μαζί με τον μπάρμαν από μια στροφή της μέσης με το μπουκάλι πρόσω ολοταχώς να συντρίβει την κάτω γνάθο του και μετατρέποντας το πρόσωπό του σε κάτι που θύμιζε γιαπωνέζικη κουζίνα.
Δύο όπλα εκπυρσοκρότησαν μερικές σφαίρες που όμως χτύπησαν πάνω σε μεταλλικές πλάκες της καπαρντίνας προστατεύοντάς με προσωρινά.


Δύο λέξεις=δύο ξόρκια.



Το πρώτο έστειλε τη μικρή στο δωμάτιό μου να κοιμάται και το δεύτερο γέμισε με νερό κάθε πρόσμιξη μπαρούτης μέσα στο καταγώγιο αχρηστεύοντας κάθε πυροβόλο όπλο.
Τα παιδιά άρχισαν τρομαγμένα να βγαίνουν, ενώ όσοι ήταν μαστουρωμένοι και διψασμένοι για εύκολα χρήματα έμειναν, ανίδεοι για το τι θα επακολουθούσε.

Ο Βιετναμέζος έκανε νόημα στους δικούς του να μην εμπλακούν και έκατσε πιο αναπαυτικά για να απολαύσει το θέαμα από έναν καναπέ στην άλλη άκρη του μπαρ συνεχίζοντας να πίνει και να καπνίζει, χαμογελώντας σχεδόν με παιδική ανυπομονησία.

   Δεν είχα έρθει ποτέ πριν τόσο κοντά σε σκηνή που να θύμιζε ταινία πολεμικών τεχνών όσο αυτή.
Εγώ, με πλάτη τον πάγκο του μπαρ που πάνω του κείτονταν το κορμί του ιδιοκτήτη του, κρατώντας ένα μπουκάλι στο ένα χέρι και μια αδιόρατη φλόγα, φυτρωμένη να καίει στο άλλο, που διαστρέβλωνε απαλά το χώρο πίσω της, όπως διαστρεβλώνει η καυτή άσφαλτος της Root 66 το τοπίο μέρα-μεσημέρι έξω από το Holbrook της Arizona.
Έστεκα εκεί, με την καπαρντίνα μου να με καλύπτει ως τους αστράγαλους αφήνοντας εκτεθειμένη μια λωρίδα σώματος που ξεκινούσε από το πάνω κεφάλι και κατέληγε στο Δαιμονοκέφαλο και χαμογελώντας με μισό χείλι, αποκαλύπτοντας αιχμηρούς κυνόδοντες.
Γύρω μου σε ημικύκλιο οι υποψηφιοι δήμιοί μου, που είχαν παρατήσει τα άχρηστα πιστόλια τους και είχαν πιάσει μαχαίρια και μισοσπασμένα ποτήρια.
Στο βάθος ο Βιετναμέζος δεν φάνηκε να εκπλήσσεται και αυτό με έβαλε σε υποψίες...θα πρέπει να αποτελειώσω αυτά τα ζωύφια γρήγορα και να αφήσω τα παιχνίδια γιατί ίσως να αποδεικνύονταν δύσκολο αργότερα...ποτέ δεν ξέρεις πότε θα βρεις τον επόμενο ανταγωνιστή για την κορυφή της τροφικής αλυσίδας.

Μόνο ένα δευτερόλεπτο κράτησε το αγριοκοίταγμα και αμέσως μου όρμησαν όλοι μαζί ατσούμπαλα με τα μαχαιράκια τους.
Μια ακόμα ημικυκλική κίνηση και η φλόγα μου τους ακινητοποίησε σε στάσεις που βλέπεις μόνο σε ταινίες. Κάποιοι έμειναν μετέωροι στον αέρα, κάποιοι με το ένα πόδι να πατάει τη Γη και άλλοι απλά να δείχνουν με τις λεπίδες τους, αλλά όλοι ανεξαιρέτως με μια γκριμάτσα σαν να έχεζαν μια πολύ οδυνηρή κουράδα από πέτρα, σκληρή και γεμάτη μπιμπίκια.

Μη έχοντας χρόνο για να θαυμάσω αυτό το αριστούργημα, εκτόξευσα την μακριά αλυσίδα της καπαρντίνας μου, που η άκρη της είναι αιχμηρή σαν δόρυ, διαπερνώντας τους λαιμούς τους σε ένα αποτρόπαιο κολιέ, στάζοντας αίμα από κάθε χάντρα.


..."πολύ όμορφη η παράστασή σου δαίμονα, αλλά νομίζω ότι μια κοπέλα με περιμένει στο δωμάτιό σου και δεν θέλω να την κάνω να ανυπομονεί" , είπε ο Βιετναμέζος και απλώνοντας μπροστά το χέρι του εξαφανίστηκε μαζί με τα σκυλιά του σε μια βιολετί στιγμιαία λάμψη, αφήνοντας στη θέση του μερικά φυλαράκια δέντρου να πέφτουν απαλά.

Ούρλιαξα από οργή, ούρλιαξα μέχρι που οι πνεύμονές μου άδειασαν δέκα κι άλλες τόσες φορές...πώς μπορεί να ήμουν τόσο ηλίθιος και να μην δώσω από την αρχή σημασία στον περίεργο ξένο. Θα μπορούσα να είχα καταλάβει γρηγορότερα και χωρίς απώλειες την ταυτότητά του. Αυτός ήταν ένας μετανάστης, μεταμορφικός δαίμονας, ένας δειλός του Κάτω Κόσμου, μία ύβρη και απειλή ακόμα και για το Κακό το ίδιο.

Κυρίως για τον Δαιμονικό μου Ανδρισμό που όταν δεν αποκτάω αυτό που θέλει τότε πέφτω σε τεράστια λάθη που μου κοστίζουν ακριβά και το χειρότερο: Αυτός ο δαίμονας ήταν ο Shion Cuon', ένα πρώην αγαθό δέντρο-πνεύμα που τα χρόνια και το μέγεθος τον έκαναν αλαζόνα, ζητώντας ανθρωποθυσίες. Η μικρή Λίλιθ δεν απήχθει για να γίνει θύμα βιασμού (άλλωστε στην ηλικία της και στη χώρα της κάτι τέτοιο δεν έχει μεγάλη διαφορά από το σεξ), αλλά για να διαμελιστεί με τον χειρότερο τρόπο ενόσω είναι ζωντανή και το κουφάρι της να καεί τελετουργικά, αντί να έχει έστω μια τελευταία ευκαιρία να ικανοποιήσει και τον πιο αθώο νεκρόφιλο.


Ήξερα πως και να τηλεμεταφερόμουν τώρα στο δωμάτιό μου δεν θα την έβρισκα, αλλά το έκανα για να μαζέψω τα πράγματά μου και να κυνηγήσω τούτο το άχρηστο δέντρο για να εκδικηθώ την προσβολή....


Κάτω από το μπουκάλι του Τζακ έβαλα δυο τζιν παντελόνια, δυο αμάνικες μπλούζες, ένα πουλόβερ πλεγμένο με ξόρκια και ίνες από φυτά για να με προφυλάξουν από κινδύνους....μμμμ....τις παντοφλίτσες-μονόκερούς μου (λατρεύω τους μονόκερους, είναι το αγαπημένο μου ζωάκι του άλσους!!!).
Κρυμμένο σε μια θήκη έβαλα ένα τελετουργικό μαχαίρι των Βίκινγκ, διαβασμένο από ιέρια του Gullintani, για να ακούω ακόμα και το γρασίδι που μεγαλώνει και με αυτό να εξορίσω τη μη-ζωή αυτού του παράσιτου στη Limbo. 
Ακόμα κάτι κάλτσες μαύρες σαν νύχτα και μια μπλε νυχτικιά με πλεχτούς μονόκερους και πήγασους.
Ένα πορτοφόλι στην τσέπη.
Κλείνω τον υπολογιστή και φεύγω για το λιμάνι.

Σύντομα ξανά μαζί σας στον

ΣΑΚΟ ΤΟΥ KABOSO