4:36 το πρωί.....ας φτιάξω μια ιστορία να περάσει η ώρα
είχα μόλις σχολάσει από τη δουλειά και έπαιρνα το δρόμο το μοναχικό, το νυχτερινό να πάω σπίτι.
Περπατούσα στον παραλιακό, έρημο δρόμο....τον δρόμο της παραλιακής μοναχικότητας, θα έλεγα, όπου όλα είναι παραλιακά και μοναχικά.
Ήδη το άντερό μου με είχε κόψει και ζητούσε -σαν μικρό μπάσταρδο παιδάκι- ένα λαχταριστό πιτόγυρο με μπόλικη χοληστερίνη και κορεσμένα λιπαρά, αλλά εγώ δεν είχα να του δώσω τίποτα, παρά μόνο αέρα κοπανιστό και ηλεχτρονικό τσιγάρο με γεύση μπαγιάτικιας φέτας με χταποδάκι άβραστο.
Και ξέρεις ε; Άμα πεινάς γίνεσαι πολύ μαλάκας και έρχεσαι σ' επαφή με το πρωτόγονο ζώο που κρύβεις μέσα σου που βγαίνει από το στομάχι σου σαν πόκεμον. Και στην προκειμένη περίπτωση διαλέγω εσένα Σαβουροφαγόσαυρε....άσχετο, αλλά είχα διαβάσει κάπου μια ιστορία που ένας πήγε στη γκόμενά του με σώβρακο Πόκεμον κι όταν αυτή τον ξεβράκωσε έμεινε για ένα λεπτό ακίνητη και μετά έπεσε κάτω απ' τα γέλια. Ανάμεσα στο νευρικούς σπασμούς που έκανε καθώς χτυπιόταν υστερικά από τα γέλια, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και φώναζε: "I CHOOSE YOU DICKACHU AHAHAHAHAHAHAHAHAHAHAA!!!"
Αλλά στη δικιά μου περίπτωση δεν υπήρχε τίποτα το αστείο. Μόνο ένας άδειος παραλιακός δρόμος και ούτε μισό γυράδικο να πουλάει έστω και μια υποψία καλοψημμένου αρουραίου με μια χούφτα άψητες πατάτες και λίγο γιαούρτι σκατζόχοιρου να σπάει το χέβυ-μέταλ της μπίχλας.
"μήπως να βουτήξω στο νερό να πιάσω καμιά χελώνα;" σκέφτηκα....αλλά ποιός κάνει τον Alza βραδιάτικα;
Δε γαμιέται, θα περίμενα μέχρι να φτάσω το σπίτι, που το μωρό μου θα μου είχε μαγειρέψει το αγαπημένο μου φαγητό: κορνφλέιξ με σως γάλα και μέλι ή σαλάτα χωριάτικη χωρίς ελιές κι αλάτι....και χωρίς αγγούρι.
Κι εγώ ήθελα κρέας ρε!!!
Τσιτσί, μιαμ-μιάμ, έστω κι ένα αυγό βραστό μαζί με τη μαμά του κοτόσουπα!!!
Ο δρόμος δεν ήταν πολύ μακρύς....ίσως 25 λεπτά με τα πόδια, αλλά κάθε βήμα ήταν κι ένα μαρτύριο. Κι από πάνω το φεγγάρι-τέρμα πανσέληνος να με φωτίζει σαν λυκάνθρωπο που ψάχνει θήραμα.
Αυτή πάλι τη μαλακία με τους λυκάνθρωπους δεν την καταλαβαίνω. Δηλαδή γιατί σώνει και καλά πρέπει ο λυκάνθρωπος να γίνεται έτσι μόνο κάθε πανσέληνο ε;;;
Και τι είναι η πανσέληνος; Η καλύτερη δυνατή θέση της σελήνης σε σχέση με τη γη, όπου φωτίζεται ολόκληρη η ορατή της επιφάνεια. Κοινώς, ο ήλιος είναι αυτός που κάνει μάγκα τη σελήνη και από σκέτη κωλοφαρδιά πέφτει κάθε 24 μέρες.
Και αφού ο ήλιος είναι που φωτίζει τη σελήνη, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΛΥΚΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΛΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, Ε;;;; Ή μήπως είναι βολικό να βγαίνουν τα "κουτάβια" και να λένε ότι "το φως του ήλιου που αντανακλάται στη σελήνη είναι που μας κάνει έτσι" και άλλα μπαρμπούτσαλα;;;;
Και το άλλο με τους βρυκόλακες;;; Που λιώνει -λέει- στο φως του ήλιου....ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΣΤΟΥΡΝΟ ΔΕΝ ΛΙΩΝΕΙΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ;;;;; Εκεί τώρα τα βαμπίρια φωνάζουν "δεν πλέη" σαν μικρά παιδιά που κάπου έγινε η μαλακία και μαλώνουν.
Ξέρεις τι λέω;;;;;
Να στείλουμε όλα τα κωλόζωα που την έχουν ακούσει λυκάνθρωποι στη σελήνη και να τα αφήνουμε να τρέχουν σαν τα ζαβά όλη την ώρα στη φωτισμένη της πλευρά και να ουρλιάζουν εκεί....πρωί-βράδυ.
Τους βρυκόλακες να τους κλείσουμε στο βόρειο πόλο που έχει 6 μήνες νύχτα κι όταν φωτίζει η μέρα να κλείνονται τους άλλους 6 στα ιγκλού σαν τις αρκούδες....αυτό.....γαμιέστε.....
Με αυτές τις σκέψεις προχωρούσα το μακρύ -σαν μαλαπέρδα αλόγου- δρόμο της επιστροφής.
Αυτή η έκρηξη οργής μου είχε κατευνάσει λίγο την πείνα, αλλά μου είχε σηκώσει την αδρεναλίνη σαν κάβλες έφηβου. Κι όταν καβλώνω-πεινάω ρε πούστη μου.
"Λίγο υπομονή ρε Χώστη" έλεγα στον εαυτό μου. "Εδώ πάλεψες με ύαινες, θανατηφόρες αράχνες, κουνούπια, είδες την Κρήτη στο κρεβάτι σου και γλύτωσες με μια ουλή στα μάγουλα καθώς το πουλί σου πέρασε ξυστά από το πρόσωπό σου πριν αυτοπαλουκωθείς, είδες το Νίνο λάηβ, άκουσες ευχάριστα 2 τραγούδια του Παντελίδη, πίνεις υποβρύχια σαν φάλαινα, βάζεις μπλουζάκια V σε ροζ χρώμα και νιώθεις πιο άντρας από ποτέ, στη λίγη πείνα θα κωλώσεις;;;;"
Ήμουν πολύ απορροφημένος σ' αυτή την αυθυποβολή και το mantra μου είχε φτάσει κορυφαία ύψη. Το chi μου βρισκόταν σε φάση nirvana κέτσι και τα chacra μου έπιναν φραπέ με άπαχο γάλα και στέβια παίζοντας τάβλι πάνω στους κοιλιακούς μου.
Τέτοια εσωτερική ρέκλα είχα να τη νιώσω καιρό και άφησα τον εαυτό μου αφρούρητο και τότε ξεκίνησε ένα ντόμινο γεγονότων που......αλλά ας μην αποκαλύψω το τέλος....
Περπτώντας μερακλαντάν και χαμένος στις σκέψεις μου, φτάνω κοντά σε μια στροφή...γύρω στα 200 μέτρα.
Άξαφνα....ένα αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού εμφανίζεται μπροστά μου με τέρμα αναμμένους τους προβολείς κι ερχόταν καταπάνω μου, σαν ααααροπλάνο.
Σε κλάσματα δευτερολέπτου αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο: ο οδηγός του δεν ήξερε ποιος ήμουν. Δεν ήξερε και γι' αυτό πήγαινε να με στραβώσει με τα κωλοφάναρά του.
Καμπουριάζω ελαφρά και μισοκλείνω τα μάτια σα νίτζας στις ταινίες, ξέρεις ε, εκεί μωρέ που είναι τόσο γρήγορος που αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο και τα μάτια του αστράφτουν σαν αστραπή και κάνουν αυτό το λαμπερό αστεράκι στο κέντρο για να δείξει πιο γαμάουα και καλά και τότε και ο κακός νίτζας κάνει το ίδιο, αλλά έχει άλλο χρώμα αστεράκι στα μάτια και τους δείχνουν σε παράλληλα πλάνα και μετά ο καλός νίτζα φωνάζει "ΣΙΤΖΟΥΝΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ".
(ξεκινάει δραματική νιτζίστικη μουσική με σφύριγμα ανέμου και μια σκέτη νότα από προγκρέσσιβ κινέζικο μονόχορδο που έχει 2 χορδές)
Ισιώνω ξανά το κορμί μου και σφίγγω τα μάτια μου να γίνουν σαν του αητού και να στείλουν στο οδηγό το μήνυμα ότι δεν έχει να κάνει με ένα κοινό θνητό και τις καγκουριές του είναι θέμα ζωής και θανάτου να τις κόψει.
Το βλέμμα μου πρέπει να ήταν τόσο αστραποβόλο, που ο οδηγός χαμήλωσε αμέσως τους προβολείς, σαν νεαρή μαθήτρια που ρίχνει χάμω το βλέμμα της μπροστά στο δάσκαλο.
Είχα νικήσει για άλλη μια φορά, ή έτσι νόμιζα καθώς έβλεπε τον οδηγό μέσα στην ταπεινωμένη του Μερσεντέ κομπρέσο να κατευθύνεται προς την αντίθετη πλευρά του δρόμου, όταν η καριόλα η μοίρα ξαναχτύπησε:
όλο αυτό το σκηνικό δεν είχε περάσει απαρατήρητο από τα ζώα της φύσης που εκείνη την ώρα είχαν ξυπνήσει απότομα από αυτήν μου την έκρηξη πνεύματος και εξουσίας και έεεεεενα μαλακισμένοοοοοο τζιτζικάκι πέταξε προς το μέρος μου....κανείς δεν ξέρει γιατί τα μαλακισμένα τα τζιτζίκια όταν κάποιος τα τρομάζει πετάνε προς το μέρος του....ΚΑΝΕΝΑΣ....Αν εγώ ήμουν τζιτζικοφάγος, όλη μέρα θα τρόμαζα τζιτζίκια με ανοιχτό στόμα, αυτό.
Το τζιτζίκι αυτό πέταξε προς το μέρος μου, την ώρα που είχα νικήσει, με ταχύτητα φωτονίου φωνάζοντας παράλληλα "ΤΖΙ-ΤΖΙ-ΤΖΙ-ΤΖΙ"
Όλο μου το Είναι ταράχτηκε: το mantra πλάνταξε και έκλασε κάτι σαν σκόρδο, το chi μου έπαθε αμέσως καρδιακό και ψόφησε -ευτυχώς- χωρίς πόνους. Τα chacra μου έπαθαν τέτοιο πανικό που έφτυναν φραπέ από τη μύτη το ένα στ' άλλο.....μπουρδέλο λέμε....
Αυτό είχε άμεσο αντίχτυπο και στο κορμί μου καθώς, με μια απότομη κίνηση, κινήθηκα σαν αίλουρος ζιγκ-ζαγκ.
Με είδε έγκαιρα ο οδηγός της Μερσεντέ κομπρέσσο και νόμιζε ότι ήθελα να του κάνω τσαμπουκά και να τον ξεφτυλίσω εντελώς και γρήγορα έκανε ένα τετακέ μαρσάροντας μακριά μου στο ερημικά ερημικό δρόμο.
Έφτασα σπίτι....ευτυχώς το μωρό μου είχε ψήσει καροτόσουπα χωρίς αλάτι....βασικά δεν είχε ψήσει....ήταν ωμά καρότα