Για μία και μοναδική φορά θα παρακάμψω την προτεραιότητα που είχα δώσει στο Δημοψήφισμα και θα βάλω για ελάχιστο χρονικό διάστημα τα μηνύματα των: Toxotria, K⋆ και ανώνυμου στα επόμενα drafts.
Ο Elkador μου ζήτησε να του γράψω μια ιστορία που έχει να κάνει με την αρχαία Κίνα των αυτοκρατόρων και των πολεμιστών.
Δυστυχώς εκείνη την εποχή βρισκόμουν στην Αίγυπτο, που είχε μεγάλα θέματα να λύσει, καθώς οι μεγάλες της θεότητες άρχισαν να παίρνουν το Σκοτεινό Μονοπάτι, βλέποντας την εισβολή των Ελλήνων Θεών στις ορδές των πιστών τους και χρειαζόταν να βρίσκομαι εκεί για να τους καθοδηγήσω μέσα από την Χαοτική Οδό και να τους μετατρέψω σε Mιάσματα για να τους πολεμήσουν.
Άρα δεν ξέρω από πρώτο χέρι πως ήταν τότε η Άπω Ανατολή.
Έτυχε όμως να γνωρίσω ένα θνητό που έγινε ο πρώτος και τελευταίος μαθητής μου. Ένας θνητός που η επιδεξιότητά στο φόνο συγκρίνονταν μόνο με την ταχύτητα του να παίρνει τις λάθος αποφάσεις την πιο σωστή στιγμή, κάτι που είναι ανήκουστο, αλλά συνάμα τόσο ελκυστικό, όπως θα διαβάσετε.
Ας τον πούμε.....Λύκο, τον Πρώτο Πεπτωκότα Σκύλο της Αυτοκρατορικής Αυλής της Κίνας.
Ο Λύκος δεν ήταν Κινέζος, αλλά Ιάπωνας, γεννημένος με απίστευτη ευελιξία και ασυνήθιστη ταχύτητα.
Από μικρός ξεχώρισε για το μεγάλο ύψος του (1,80 περίπου) και τις μεγάλες σιωπές του. Μεγάλα πάθη τάραζαν το μυαλό του και τα έκρυβε πίσω από τη μάσκα του πανέμορφου προσώπου του.
Στα 16 του σκότωσε πισώπλατα τον περιτριγυρισμένο από φρουρούς διοικητή της επαρχίας του, ξεφεύγοντας από βέλη και κοντάρια. Στη φυγή του απάνω σκότωσε και τον τότε αυτοκράτορα της Ιαπωνίας και τότε πήρε την πρώτη του λάθος απόφαση την πιο σωστή στιγμή: να δραπετεύσει από την Ιαπωνία με βάρκα.
Αν παρέμενε στη χώρα του θα στέφονταν αυτός επόμενος αυοκράτορας....η συνέχεια όμως έδειξε ότι αυτός που πήρε τη θέση του δολοφονήθηκε την ημέρα της Στέψης.
Ποιος ξέρει άραγε αν θα είχε κι αυτός την ίδια μοίρα;
Η Κόλαση του έταξε στον ύπνο του ότι αν παρέμενε θα τον προστάτευε, αλλά η ερμηνία ονείρων δεν ήταν μέσα στις ικανότητες ενός φτωχού χωριατόπαιδου με ασυνήθιστες δυνάμεις...
Αγριοι άνεμοι τον πέταξαν με βία στα παράλια ενός ψαροχωρίου της Κίνας.
Από 'κει έφυγε αυθημερόν κατευθυνόμενος στα βάθη της αχανούς γης, γεμάτης κάθε μορφής βουνού, δάσους και ζωής.
Όταν πεινούσε έκλεβε και σκότωνε, χαράζοντας έτσι ένα μονοπάτι μικρών θρήνων στο πέρασμά του, ζώντας σαν άγριο ζώο που έβγαινε τη νύχτα. Τη μέρα περπατούσε μπροστά, χωρίς σκοπό, προσέχοντας μόνο μην τον δούνε. Για το λόγο αυτό ντύνονταν στην αρχή με φύλλα και μετά φορούσε τα ρούχα των θυμάτων του, προσέχοντας να μην είναι πολύ φανταχτερά. Περπατούσε πολύ σκυφτός, καμπουριάζοντας για να κρύβει το μεγάλο του ύψος και συχνά σκαρφάλωνε δέντρα για να βρει την επόμενη πόλη ή χωριό.
Μέσα σε τέσσερα-πέντε χρόνια κατάφερε να φτάσει μέχρι την πρωτεύουσα μιας τεράστιας επαρχίας και τότε ένιωσε για πρώτη φορά μικρός.
Τεράστιοι δρόμοι και ναοί, οχλοβοή και κόσμος να κοιμάται, να ξυπνά και να πεθαίνει μέσα στα ακαθόριστα όρια μιας εξαθλίωσης που στα άκρα της βρισκόταν τα χωράφια των βρώμικων χωρικών και στο κέντρο της το παλάτι του Αυτοκράτορα με τα χρυσοντυμένα σαλιγκάρια που πραγματοποιούσαν κάθε του επιθυμία.
Για ακόμα μια φορά άφησε το ταλέντο του να ξεδιπλωθεί.
Έφτιαξε μικρά κοφτερά μαχαίρια από ξύλο και περνώντας μέσα από τις αγορές ντυμένος ζητιάνος χτυπούσε αθόρυβα και με ταχύτητα κάποιον που περνούσε δίπλα του και κουβαλούσε ένα κομμάτι κρέας, έναν άλλον με ένα πήλινο γεμάτο αχνιστό ρύζι, έναν έμπορο που πουλούσε μαχαίρια και μετά χάνονταν στο πλήθος αφήνοντας τους περαστικούς να λεηλατήσουν το σώμα του νεκρού. Κάθε βράδυ τουλάχιστον τρία σπίτια θρηνούσαν τους νεκρούς που συνάντησαν τον θάνατο από το χέρι του Λύκου.
Ποτέ δεν έκλεψε λεφτά. Τα λεφτά δεν τον ενδιέφεραν, αφού αποκτούσε με ταχύτητα ότι ήθελε χωρίς καν να προλάβει το αίμα του θύματός του να τον λερώσει.
Έκρυβε τα λάφυρά του κάτω από τα φτωχικά του ρούχα και κανείς δεν υποψιαζόταν να τον ψάξει. Κάθε νύχτα, πήγαινε σε μια απόμερη γωνιά προσεκτικά για να μην τον δει κανείς και τεντώνονταν σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά στον ουρανό για να ξεκουράσει το ψηλό του κορμί που το καμπούριαζε όλη τη μέρα. Μετά έτρωγε.
Αυτό κράτησε για περίπου πέντε μήνες και η φήμη του Αόρατου Δολοφόνου περιπλανιόταν στην πόλη σαν Δαμόκλειος Σπάθη.
Κανένας δεν ήταν ασφαλής, αλλά επειδή δεν σκότωνε πλούσιους, ο Αυτοκράτορας δεν ενδιαφερόταν. Ο εξαθλιωμένος κόσμος φοβόταν να του μιλήσει και έτσι ο Λύκος λεηλατούσε τις ζωές των φτωχών.
Όλα αυτά μέχρι τη μέρα που ο θάνατος από το χέρι του Λύκου χτύπησε την πόρτα του Γιατρού του Αυτοκράτορα, ενός ανθρώπου πολύ ήρεμου και πολύ απλού, κάθε μέρα που άφηνε τα Ανάκτορα για να γυρίσει στο σπίτι του.
Εκείνη τη μέρα επέστρεφε κρατώντας ένα πανέρι με φρσκοψημένα ποταμόψαρα που του τα είχε κάνει δώρο μία από τις παλλακίδες του Αυτοκράτορα μετά από μια δύσκολη ασθένεια της.
Το κρύο μέταλο ενός λεπτού εγχειριδίου τρύπησε τον δεξί του πνεύμονα χωρίς αντίσταση στο θώρακα. Το τελευταίο πράγμα που είδε προσπαθώντας μάταια να φωνάξει ήταν το πανέρι του να φεύγει απ' τα χέρια του και να προσγειώνεται στην ανοιχτή παλάμη ενός ζητιάνου με χαμηλωμένο καπέλο και να χάνεται μέσα στα ρούχα του. Ανήμπορος να αντιδράσει, έχασε τις αισθήσεις του και ξεψύχησε.
Η επόμενη μέρα βρήκε την πόλη ανάστατη από τους βασιλικούς φρουρούς που άρπαζαν κόσμο και τον οδηγούσαν στα μπουντρούμια για ανάκριση. Ο Αόρατος Δολοφόνος είχε ξαναχτυπήσει, αλλά αυτή τη φορά είχε κάνει το μεγάλο λάθος.
Κάποιοι ένιωσαν ανακούφιση που το αίμα επιτέλους έφτασε και στα Βασιλικά Πατώματα και ίσως μέσα από την αναταραχή να βρισκόταν τα ίχνη του.
Ο Λύκος ήξερε να κρύβεται, γιατί δεν ήταν μόνο το ύψος του που θα τον έκανε ύποπτο, αλλά και το πρόσωπό του που δεν έμοιαζε με κινέζικο. Δεν είχε το κίτρινο χρώμα και τις σκελετωμένες γωνίες ενός Κινέζου. Το όμορφο πρόσωπό του είχε το χρώμα του πιο φίνου αλάβαστρου με δυνατές, αλλά γεμάτες καμπύλες στα σαγόνια του. Τα μάτια του ομοίαζαν με δύο ασύγκριτα καμπυλωτά δάκρυα που αντανακλούσαν τέλεια σε ένα νοητό καθρέφτη στη μέση του προσώπου του και η λεπτή του μύτη, που ασμίζονταν συνέχεια, δεν είχε καμιά σχέση με την πλακουτσωτή κινέζικη που συνήθως την γέμιζε ένα ζευγάρι τεράστια ρουθούνια.
Αυτό το πρόσωπο έπρεπε καθημερινά να καλύπτει με λάσπη και σκατά από το δρόμο για να μην κινάει υποψίες.
Δεν πρόλαβε όμως να δει
και αν πρόλαβε, δεν μπόρεσε έγκαιρα να αντιδράσει -παρόλη τη μεγάλη του ταχύτητα- δύο έφιππους βασιλικούς φρουρούς που έτρεχαν εκείνη τη στιγμή μέσα στα στενά δρομάκια, ανατρέποντας ό,τι έβρισκαν στο πέρασμά τους. Παίρνοντας απότομα μια στροφή, το ένα από τα δύο ζώα τον χτύπησε βίαια με τη κοιλιά του και τον έριξε πάνω σε μια ποτίστρα γεμάτη νερό, σηματοδοτώντας για πάντα μια απροσδόκητη σειρά γεγονότων:
Είδε σε αργη κίνηση το σώμα του να πέφτει προς το νερό και άπλωσε σαν γάτα τα άκρα του για να πιαστεί από τις άκρες του ξύλου, αναγκάζοντάς τον να τεντώσει όλο του το κορμί. Εκείνη τη στιγμή ο έφιππος έριξε τα μάτια του πάνω του για να δει τι συμβαίνει. Ο Λύκος κατάφερε να πιαστεί από τις άκρες της ποτίστρας μοιάζοντας με μια τεράστια αράχνη που κρέμονταν πάνω από το θύμα της, αλλά το ένα στήριγμά της έσπασε από το βάρος και τη βία της σύγκρουσης, ρίχνοντάς τον κάτω. Όλο το νερό έπεσε πάνω του και πριν προλάβει να τον χτυπήσει το ξύλο, το μάτι του φρουρού είδε κάτι να λάμπει μέσα απ' τα ρούχα του.
Ο έφιππος τράβηξε με βία τα γκέμια του ζώου του που σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και φώναξε για να τον ακούσει ο συνάδελφός του. Ξεπέζεψαν και προτείνοντας τα ξίφη τους αποκάλυψαν αυτόν που κρύβονταν από κάτω. Και τα δύο όπλα κόλλησαν στο λαιμό του Λύκου που τους κοιτούσε σαν ζώο που το είχαν παγιδεύσει σε γωνία. Δίπλα του πεταμένα ήταν πέντε πανομοιότυπα στιλέτα, σαν σουβλιά.
Κόσμος μαζεύτηκε για να δει τι είχε συμβεί και πριν προλάβουν να πέσουν απάνω του και τον σκοτώσουν, τον χτύπησαν δυνατά στο σαγόνι στέλνοντάς τον για λίγο στην αδερφή του Μορφέα, την Λιποθυμία. Τον φόρτωσαν γρήγορα σε ένα άλογο και έφυγαν το ίδιο γρήγορα όπως ήρθαν.
Οι διαταγές ήταν σαφείς. Να οδηγηθεί στο παλάτι για να δικαστεί από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα.
(τέλος πρώτου μέρους)